Σήμερα Παρασκευή 27 Μαϊου 2011 ηταν η τελευταία εκπομπή της Ελληνοφρενειας στο Ραδιόφωνο του Σκαι, ελπίζουμε οτι απο Σεπτέμβρη θα τους ακούμε παλι σε κάποιο άλλο σταθμό, φήμες λενε στον Real fm
τα καλύτερα του εδώ
http://www.greektube.org/content/view/39139/2/
και ας τους χαιρετίσουμε με ένα αγωνιστικό τραγούδι
Στίχοι: Μανώλης Αναγνωστάκης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Άλλες ερμηνείες:
Κώστας Θωμαΐδης
Υπόγεια Ρεύματα
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
http://ellinofreneia.blogspot.com/
ΣΑ ΒΟΛΕΥΕΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ (part 2) - BD Foxmoor, Χναρια (cd "Απ' της φτιαξης μας τα λαθια", 2009)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔος μου έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα
κι ένα σημάδι χαραγμένο στον ώμο,
ράψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
έχω μπροστά μου ένα απέραντο δρόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυρίσω
και το μαχαίρι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στέκομαι δε θα γυρίσω,
το φεγγάρι κι ας διώξουν οι λύκοι.
Λοιπόν, θα κατέβω στο ξέφωτο το βράδυ
ν’ ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι.
Μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση,
κι αφού βολεύει ο καιρός, δεν έχω αντίρρηση.
Τώρα βολεύει δε βολεύει, ουρλιάζουν οι λύκοι
στέλνοντας κάθε φόβο εκεί που ίσως ανήκει
και μες στη φρίκη την ομίχλη έχουν ασπίδα
και η σιωπή μάς περιμένει σαν άκεντρη παγίδα.
Κι όλα όσα είδα στιγμές τριχιά κρεμάλα,
κι όλα όσα άκουσα ράγες ντροπής τρεχάλα,
ακέφαλός ο βασιλιάς και στη φωτιά η κορώνα
και ‘μεις παρηγοριά του σκοταδιού απ’ την κρυψώνα.
Οι λύκοι κατεβαίνουν σα βολεύει ο καιρός
με οδηγό στην ομίχλη της σελήνης το φως...
Άρα το μόνο που μας έχει απομείνει
είναι να κλέψουμε το φως απ’ τη σελήνη
και στης σκοτιάς την αγκαλιά οι λύκοι να ψοφίσουν,
οι φήμες κι οι παραλογιές για πάντα να συγίσουν.
Κι αν οι καρδιές αφήσουν φόβους ζωντανούς,
κι οι μνήμες οι άφωνες αν αφήσουν τους καιρούς,
ίσως οι άρπαγες προς τα δω να ξεμυτίσουν,
φωτιές ατσάλινες θα τους καλωσορίσουν.
Δος μου έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα
κι ένα σημάδι χαραγμένο στον ώμο,
ράψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
έχω μπροστά μου ένα απέραντο δρόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυρίσω
και το μαχαίρι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στέκομαι δε θα γυρίσω,
το φεγγάρι κι ας διώξουν οι λύκοι.
Βρήκα τα χνάρια τα παλιά μισοσβησμένα
και κάποια λόγια μου βαριά, παρεξηγημένα,
στην άκρη αφημένα απ’ τους αφόρητους
απ’ τους καταλάθος ζωντανούς και ασυγχώρητους.
Τι ήθελα και ξαναβγήκα απ’ την κρυψώνα μου,
αυτή η κλωστή δεν περνάει απ’ τη βελόνα μου.
πως να μπαλώσω τα φαγωμένα μνημονικά τους,
τα ουρλιαχτά των λύκων σβήνουν στα σωθικά τους.
Μακρύς χειμώνας κι ένα μαχαίρι φυλαχτό απ’ το οπλοστάσι,
ψάχνει όποιον θέλει απ’ τη ζωή να ξαποστάσει,
γυαλίζει η λάμα του μικρό σινιάλο στο δίχως φως,
δειλιάζουν οι άρπαγες βολεύει ο καιρός.
Λοιπόν, θα κατέβω στο ξέφωτο το βράδυ
ν’ ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι∙
μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση
κι αφού βολεύει ο καιρός, δεν έχω αντίρρηση.